ὀξυάκανθα

ὀξυάκανθα
ὀξῠ-άκανθα [pron. full] [ᾰκ], ,
A fiery thorn, Cotoneaster Pyracantha, Dsc.1.93, Gal.6.643 :—also [suff] ὀξῠ-άκανθος, Thphr.HP1.9.3,3.3.1, Gal.12.90.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀξυάκανθα — fiery thorn fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυάκανθα — και οξυάκανθος, η (Α ὀξυάκανθα και ὀξυάκανθος) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ἄκανθα] …   Dictionary of Greek

  • ὀξυακάνθης — ὀξυάκανθα fiery thorn fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυακάνθῃ — ὀξυάκανθα fiery thorn fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυάκανθαν — ὀξυάκανθα fiery thorn fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • oxiacanta — (del gr. «oxyákantha») f. *Espino (arbusto rosáceo). * * * oxiacanta. (Del gr. ὀξυάκανθα). f. espino (ǁ árbol rosáceo) …   Enciclopedia Universal

  • ALBA Spina — ὀξυάκανθα Dioscoridi, Veteribus ad vivas sepes faciendas inserviit: nec hodie ulla communior in hunc usum. Auspicatissimam nuptiis fuisse, Plinius refert l. 16. c. 18. quod et Varro confirmat, apud Nonium his verbis de vita Pop. Rom. l. 2. Quum a …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεσπίλη — μεσπίλη, ἡ (Α) 1. μεσπιλιά η γερμανική τού Θεοφράστου 2. μεσπίλη η ανθηδών που αναφέρει επίσης ο Θεόφραστος, αλλ. κράταιγος η οξυάκανθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέσπιλον με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μουμουτζελιά — και μουμουτσελιά, η κοινή ονομασία τού φυτού κράταιγος η οξυάκανθα …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • πυράκανθα — η, ΝΜΑ Ο πυράκανθος αρχ. 1. το φυτό οξυάκανθα 2. το φυτό σκόλυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄκανθα. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. pyracantha] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”